ΜΑΣΑΙ
Οι Μασάι ζουν στην περιοχή των συνόρων Κένυας - Τανζανίας. Υπολογίζονται περίπου στις 900.000 και στις δύο χώρες. Παρόλο που οι κυβερνήσεις προσπαθούν να πείσουν τους Μασάι να εγκαταλείψουν τον ημινομαδικό τρόπο ζωής, αυτοί επιμένουν στα ήθη και έθιμά τους. Μάλιστα η ικανότητά τους να καλλιεργούν σε ερήμους και δασικές εκτάσεις, έχουν κάνει πολλούς να πουν ότι ο τρόπος ζωής των Μασάι είναι η απάντηση στην αλλαγή του κλίματος που παρατηρείται στον πλανήτη μας. Ένα χωριό των Μασάι έχει τέσσερις έως οκτώ οικογένειες με τα κοπάδια τους και αποτελείται από έναν μεγάλο κυκλικό φράχτη από αγκαθωτούς θάμνους που περιβάλλει έναν δακτύλιο από σπίτια. Οι κατοικίες των Μασάι είναι πολύ πρόχειρες αφού είναι λαός νομαδικός και φτιάχνονται κυρίως από κοπριές ζώων, λάσπη και ξύλα. Είναι μικρές 3 Χ 5 μ. και ύψος 1,5 μ. Εκεί μέσα η οικογένεια μαγειρεύει, τρώει, κοιμάται αλλά έχει και την αποθήκη της, την οικοσυσκευή της, τα πάντα. Η κοινωνία των Μασάι είναι σε αξιοσημείωτο βαθμό εξισωτική, ποτέ δεν υπήρξαν σκλάβοι. Τα τελετουργικά διευθύνονται από έναν ειδικό, ο οποίος, αν και δεν έχει πολιτική δύναμη, είναι θρησκευτική κεφαλή του λαού του. Ασχολούνται με την κτηνοτροφία, διανύουν μεγάλες αποστάσεις με τις αγελάδες τους για να βρούνε νερό κι είναι φημισμένοι για τις πολεμικές τους ικανότητες.
Οι άντρες πολεμιστές βάφουν τα μαλλιά τους με μια ειδική κόκκινη βαφή (ώχρα), φτιαγμένη ίσως από μια ουσία που βγαίνει από κάποιο φυτό της περιοχής ενώ οι νεαρότεροι είναι συνήθως ξυρισμένοι, άντρες και γυναίκες. Συνήθειά τους είναι το τρύπημα και το τέντωμα των αυτιών τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες. Κύρια τροφή τους είναι το κρέας, το γάλα, το καλαμπόκι, οι πατάτες, το ρύζι, τα φασόλια, οι σούπες από φυτά και το αίμα των βοδιών σε γιορτές αλλά και ασθενείς. Τα ρούχα τους είναι μαύρα σε νεαρή ηλικία και αργότερα κόκκινο, μπλε, ριγέ και καρό. Φοράνε απλά σανδάλια, ξύλινα βραχιόλια, χάντρες και κοσμήματα για τις γυναίκες.
ΒΙΚΙΝΓΚΣ
Οι Βίκινγκς ήταν κάτοικοι των σκανδιναβικών χωρών όπου υπήρξαν θαρραλέοι θαλασσοπόροι, πολεμιστές, πειρατές και έξυπνοι έμποροι. Έφτασαν ως την Ισλανδία και την Γροιλανδία και ίδρυσαν εκεί πολλά χωριά. Οι Βίκινγκς διατηρούσαν πολλές παλαιές ηρωικές παραδόσεις. Ο θάνατος στη μάχη αποτελούσε βασικό στοιχείο της νοοτροπίας τους.
ΑΖΤΕΚΟΙ
Οι Αζτέκοι ήταν ιθαγενείς που ζούσαν στο Μεξικό . Οι Αζτέκοι πίστευαν πως προέρχονταν από το Αζτλάν, περιοχή του Βορρά που άλλοι ταυτίζονται με την Καλιφόρνια και άλλοι με τη σημερινή πόλη Νέο Μεξικό των Η.Π.Α. Εκείνοι δημιούργησαν μια πάλη πάνω στη λίμνη Τεξκόκο στερεώνοντας τα σπίτια τους πάνω σε πασσάλους δημιουργώντας τεχνητές νησίδες καλλιεργήσιμης γης. Η πόλη αυτή ονομάστηκε Τενοτστιτλάν, προς τιμή του τότε αρχηγού τους Τενότς. Μέχρι και σήμερα διατηρείται ο πολιτισμός των Ατζέκων.
Αρχαίος λαός του Μεξικού, που ανήκε σε μια φυλή των Ινδιάνων. Ήρθαν από τα βόρεια κατά τον 14ο αιώνα κι εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Μεξικού. Σ’ ένα νησί στη μέση της λίμνης Τεσκόκο έχτισαν πάνω σε πασσάλους την πρωτεύουσα τους, που την ονόμασαν Τενοτστιλάν, από το όνομα του αρχηγού τους, που λεγόταν Τενότς.
Η θρησκεία των Αζτέκων ήταν πολυθεϊστική και απαιτούσε ανθρωποθυσίες. Σημαντικότεροι από τους θεούς τους ήταν ο Ουιτζιλοπότστλι, που ήταν ο ανώτερος απ’ όλους και θεωρούταν ο προστάτης της φυλής, ο Κετσαλκοάτλ, που ήταν ο προστάτης του πολιτισμού, ο Τεσκατλιπόκα, που ήταν ο θεός της ξηρασίας κ.α. Βασικό στοιχείο της θρησκείας αυτής ήταν επίσης η πίστη στη μεταθανάτια ζωή. Οι Αζτέκοι δέχονταν και την ύπαρξη 13 ουρανών, καθένας από τους οποίους είχε τους δικούς τους θεούς και 9 Κάτω Κόσμων.
Χαρακτηριστικό των οικοδομημάτων τους ήταν ο μεγάλος όγκος και η επιβλητικότητα. Ανάμεσα στα κτίρια που έφτιαξαν ήταν τα ανάκτορα, που ξεχώριζαν για τη μεγαλοπρέπεια και της μεγάλες διαστάσεις τους. Οι τοίχοι τους ήταν επενδυμένοι με δέρματα και με αλάβαστρο, που έδινε την αίσθηση της υπερβολικής πολυτέλειας. Είχαν κάνει σημαντικές προόδους στην ιατρική, στην αστρονομία, στην αρχιτεκτονική, γλυπτική και ζωγραφική. Είχαν μάθει την κατεργασία των μετάλλων και κατασκεύαζαν χρυσά κοσμήματα υψηλής τέχνης. Έπλεκαν και ύφαιναν εξαιρετικά υφάσματα, που τα στόλιζαν με διάφορες παραστάσεις. Οι σημερινοί Μεξικανοί είναι περήφανοι για τους προγόνους τους και διατηρούν πολλά ήθη και έθιμά τους. Σήμερα οι Αζτέκοι κατοικούν στις επαρχίες του Μεξικού προς τον Ειρηνικό Ωκεανό και αποτελούν τον πληθυσμό Ναχούα
ΜΑΓΙΑ
Φυλή ιθαγενών του Μεξικού και ιδιαίτερα της χερσονήσου Γιουκατάν της κεντρικής Αμερικής. Όταν στη χώρα τους έφτασαν οι Ευρωπαίοι, ζούσαν γυμνοί, με μια ελαφριά μόνο ζώνη από πολύχρωμο ύφασμα γύρο από τη μέση, σε καλύβες ωοειδείς ή τετράγωνες. Ήταν μελαψοί, σχετικά κοντοί και ρωμαλέοι. Μεταχειρίζονταν για όπλα το τόξο και το τσεκούρι και στολίζονταν με κοσμήματα από χρυσάφι. Λάτρευαν τον ήλιο, τη σελήνη, τη βροχή και άλλες παρόμοιες θεότητες κι έκαιγαν τους νεκρούς τους. Φαίνεται, όμως, πως κατά τις ιεροτελεστίες τους χρησιμοποιούσαν συχνά τις ανθρωποθυσίες, ιδιαίτερα σε εποχές ξηρασίας, για να στείλουν οι θεοί στη χώρα τους βροχή. Γνώριζαν την κατεργασία των μετάλλων, την υφαντουργία και παρουσίαζαν ιδιαίτερη επίδοση στη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική.
Ανέπτυξαν αξιόλογο πολιτισμό. Υπολογίζεται ότι ο πολιτισμός τους άκμασε κατά την τρίτη χιλιετηρίδα π.Χ., όμως, τα διάφορα στοιχεία που ήρθαν στο φως μέχρι σήμερα ανάγονται στη δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. Αυτά είναι αξιόλογα μνημεία αρχιτεκτονικής, γλυπτικής κεραμευτικής, μεταλλουργίας κ.τ.λ. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς διατηρούν τις παραδόσεις και τα έθιμά τους.
Σήμερα, οι Μάγια αποτελούν την πλειοψηφία των κατοίκων της Χερσονήσου Γιουκατάν. Η γλώσσα τους, που αποτελείται από πέντε διαλέκτους, μιλιέται ακόμα από 400.000 περίπου απογόνους της αρχαίας φυλής, η οποία απορροφιέται από τους γειτονικούς πληθυσμούς κι εξαφανίζεται.
ΠΥΓΜΑΙΟΙ
Λαοί της Ισημερινής Αφρικής που ονομάζονται από ορισμένους και Νεγρίλοι και ζουν μέσα στα δάση κατά ομάδες. Τα μέλη τους έχουν μικρό ανάστημα γύρω στα 1,50 εκ., μεγάλο κεφάλι σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα τους, κατσαρά μαλλιά, μεγάλα ρουθούνια και σκούρο καφέ δέρμα.
Οι πυγμαίοι διακρίνονται σε δύο φυλές, στους Μαμπούτι και στους Μπαμπίνγκα και έχουν πολύ χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο. Κύριες ασχολίες τους, από τις οποίες εξασφαλίζουν τα απαραίτητα για τη ζωή, είναι το κυνήγι και η αλιεία.
Τα ρούχα τους καλύπτουν μόνο την περιοχή της λεκάνης και τα σπίτια τους δεν είναι παρά καλύβες φτιαγμένες με κλαδιά. Στην κοινωνία τους δεν υπάρχει ιεραρχία και η οικογένεια είναι μονογαμική.
ΒΕΡΒΕΡΟΙ
Ιθαγενείς πληθυσμοί λευκών που καταλαμβάνουν μια μεγάλη περιοχή της βόρειας Αφρικής και της Σαχάρας και περιλαμβάνουν περίπου 30 υποομάδες με κυριότερη αυτή των Τουαρέγκ. Ζουν μόνιμα στις πεδιάδες ή ως νομάδες στις ερήμους της βόρειας Αφρικής. Οι υποομάδες συνδέονται μεταξύ τους περισσότερο γλωσσικά παρά φυλετικά. Είναι απόγονοι των αρχαίων Λιβύων και σήμερα ξεπερνούν τα 14.000.000 στο Μαρόκο, στην Αλγερία , την Τυνησία , τη Λιβύη και την Αίγυπτο. Στο πέρασμα της ιστορίας οι φυλές αυτές υποδουλώθηκαν από τους Καρχηδόνιους, τους Ρωμαίους, τους Βανδάλους, τους Άραβες, που συντέλεσαν κατά τον 11ο αιώνα στον εξισλαμισμό τους, και τους Τούρκους. Για ένα διάστημα οι Βέρβεροι υπήρξαν δεινοί πειρατές και καταδυνάστευαν τις γύρω περιοχές.
Οι περισσότεροι Βέρβεροι είναι σήμερα μόνιμα εγκατεστημένοι αγρότες, μερικοί όμως ζουν ημινομαδικά καλλιεργώντας τις πεδιάδες τον χειμώνα και βόσκοντας κοπάδια το καλοκαίρι. Άλλοι τέλος είναι νομάδες όλο τον χρόνο και εξαρτώνται για την τροφή τους από τους σκλάβους, που μένουν στις οάσεις και στα οροπέδια. Τα κύρια προϊόντα τους είναι σιτάρι, κριθάρι, φρούτα, λαχανικά, καρύδια, και ελαιόλαδο. Τα βοοειδή, τα πρόβατα και οι κατσίκες διατηρούνται σε κοπάδια, μαζί με τα μουλάρια, τις καμήλες και τα άλογα, που χρησιμοποιούνται ως υποζύγια.Οι μόνιμοι αγρότες κατοικούν σε μονώροφα πέτρινα σπίτια, τα λεγόμενα νταρ ή κσαρ των φυλάρχων «καΐντ», ενώ οι νομάδες κατασκευάζουν πύργους ή φρούρια από πηλό για προστασία και αποθήκευση, τα τιγκρέμτ. Όταν βόσκουν τα ζώα τους, ζουν σε σκηνές από κατσικοπροβιές. Οι οικογένειες ζουν σε χωριστά δωμάτια, που σχηματίζουν ένα τετράγωνο γύρω από μια κλειστή εσωτερική αυλή.
ΑΒΟΡΙΓΙΝΕΣ
Οι Αβορίγινες είναι οι τοπικοί κάτοικοι της Αυστραλίας που ήρθαν πιθανά από την Ασία τουλάχιστον πριν 30.000 χρόνια. Τέλος του 18ου αιώνα ήταν 500 – 600 διαφορετικές φυλές με διαφορετικές διαλέκτους, από τις οποίες 50 έχουν εξαφανιστεί. Σαν αποτέλεσμα της αναγκαστικής αφομοίωσης το 1880, αναμείχθηκαν σε διάφορες αστικές και επαρχιακές κοινότητες. Σταδιακά αποδυναμώθηκαν οικονομικά και εκτέθηκαν σε καινούργιες ασθένειες, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την μαζική μείωση του πληθυσμού και την εξαφάνιση μερικών φυλών. Σε απογραφή του πληθυσμού της Αυστραλίας το 1996 κατέχουν το 2% περίπου.
Σ’ αυτές τις φυλές δεν υπήρχαν πολιτικοί ή οικονομικοί άρχοντες, καθώς και ταξική ιεραρχία και αρχηγία. Ζούσαν με το κυνήγι και την καλλιέργεια και υπήρχε εκτεταμένο εμπόριο σ' όλη την Ήπειρο. Οι Αβορίγινες έχουν ένα περίπλοκο και δυσνόητο "οικογενειακό" σύστημα που καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ τους και τους γάμους. Οι Karimera για παράδειγμα χωρίζονται σε νομάδες ή τοπικά γκρουπ των 30 ατόμων, τα οποία χωρίζονται σε 4 τάξεις ή τμήματα. Το να είσαι μέλος σε ένα τμήμα από αυτά καθορίζει τελετουργικά και εδαφικά δικαιώματα.
Στους νομάδες οι άνδρες χωρίζονται μεταξύ τους σε 4 τμήματα. Στους Karimera, στους Butung, στους Palien και τους Banaka. Αυτά τα τμήματα είναι εξώγαμα και οι κανόνες παντρειάς, της καταγωγής και της κατοίκησης καθορίζουν πώς αυτά τα τμήματα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Οι Karimera άντρες πρέπει να παντρευτούν μόνο Palien γυναίκες και τα παιδιά τους είναι Butung. Οι γιοι ζουν στις ίδιες ομάδες όπως οι πατεράδες τους. Έτσι, η σύνθεση αυτών των φυλών αλλάζει κάθε γενιά. Αυτός ο τρόπος ανοίγει το δίχτυο των κοινωνικών σχέσεων και δημιουργεί μια οικογενειακή αλληλεγγύη μεταξύ των ομάδων.
Οι αυτόχθονες της Αυστραλίας ονομάζονται Αβορίγινες και ανήκουν στη μαύρη φυλή. Είναι αδύνατοι, με πλακές μύτες και μαύρα σπαστά μαλλιά. Ήρθαν από τη νοτιοανατολική Ασία πριν από χιλιάδες χρόνια. Δεν είχαν μόνιμη κατοικία. Είναι ο αρχαιότερος νομαδικός λαός που γνωρίζουμε. Παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί μέχρι σήμερα ο τρόπος ζωής τους παραμένει σχεδόν αναλλοίωτος. Γι’ αυτό θεωρούνται από τους ανθρωπολόγους πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τον ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ. Όπλα τους είναι το μπούμερανκ και το ακόντιο. Όσοι Αβοριγίνες επέζησαν από τη σκληρότητα των λευκών αποίκων της Αυστραλίας είναι σήμερα ισότιμοι Αυστραλοί πολίτε
Εσκιμώοι
Έτσι λέγονται οι κάτοικοι των αρκτικών περιοχών της Αλάσκας, της Γροιλανδίας, της Σιβηρίας, του Λαμπραντόρ κλπ. Το όνομά τους γενικά σημαίνει «αυτοί που τρώνε κρέας» και υποστηρίζεται ότι είναι μογγολικής καταγωγής. Αντέχουν στο κρύο, στον πόνο, στις στερήσεις και στις κακουχίες. Είναι ψύχραιμοι και υπομονετικοί και επινοούν χίλιους δυο τρόπους, για να προσελκύσουν και να εξοντώσουν τα θηράματα. Στη θάλασσα κυνηγούν φώκιες, φάλαινες, θαλάσσιους ελέφαντες και άλλα κήτη, για να φάνε το κρέας και το λίπος τους. Το λίπος αυτό το χρησιμοποιούν επίσης και για φωτισμό.
Τα όπλα τους είναι πρωτόγονα: δόρατα, καμάκια, τόξα και πελεκημένα λιθάρια.Το κρέας των ταράνδων το τρώνε, ενώ το δέρμα τους το κάνουν ρούχα. Μετακινούνται στο χιόνι με έλκηθρα που τα σέρνουν σκύλοι, και στη θάλασσα με μικρές βάρκες, που τις λένε «καγιάκ» και τις επενδύουν με δέρμα.Κατοικούν σε παράξενες καλύβες χωμένες στο έδαφος ή στο χιόνι. Εξωτερικά είναι σκεπασμένες με κλαδιά και λάσπη, ενώ ο σκελετός τους αποτελείτε συνήθως από κόκαλα φάλαινας και κλαδιά και είναι επενδυμένος με σανίδια ή δέρματα. Φτιάχνουν επίσης και κυκλικές καλύβες με πάγο (ιγκλού) και επενδυμένες με δέρματα, αλλά αυτές τις χρησιμοποιούν είτε ως δεύτερες κατοικίες είτε κατά τις μετακινήσεις τους. Το καλοκαίρι χρησιμοποιούν αποκλειστικά σκηνές από δέρματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι ως μεγαλύτερα εγκλήματα θεωρούνται από τους Εσκιμώους το ψέμα και η κλοπή. Όποιος ψεύδεται ή κλέβει, περιφρονείται απ’ όλους και θεωρείτε παρείσακτος της κοινωνίας τους. Σήμερα οι Ευρωπαίοι έμαθαν στους Εσκιμώους να χρησιμοποιούν, για το ψάρεμα και το κυνήγι τους, πυροβόλα όπλα.
Οι Λάπωνες
Οι Λάπωνες έχουν ανάστημα κοντό (από 1,20-1,50 μ) και ασχολούνται με το κυνήγι και το ψάρεμα. Οι ίδιοι ονομάζονται Σαμπέ. Για μεταφορικό μέσο χρησιμοποιούν το έλκηθρο, το οποίο, εκτός από τα σκυλιά, το σέρνουν και οι τάρανδοι. Το δέρμα τους είναι μελαχρινό κίτρινο, το πρόσωπό τους πλατύ με εξέχοντα ζυγωματικά και το κεφάλι του βραχύ. Έχουν μικρά πόδια και χέρια και ίσια μαλλιά. Η γλώσσα τους είναι η σααμική και κυριότερες θρησκείες τους είναι λουθηρανισμός, η ορθοδοξία και οι ανιμιστικές δοξασίες. Ζουν νομαδική ζωή κι ασχολούνται κυρίως με την εκτροφή ταράνδων, αν και μερικοί έχουν αποκτήσει σκανδιναβικό τρόπο ζωής. Οι τάρανδοι είναι για τους Λάπωνες πολύτιμα ζώα, γιατί απ’ αυτούς παίρνουν το κρέας τους και το δέρμα. Επειδή η περιοχή που ζουν έχει πολικό κρύο, ντύνονται με δέρματα ταράνδου και τρέφονται με το κρέας των ταράνδων και τα ψάρια. Όσοι μένουν μόνιμα κάπου, φτιάχνουν ξύλινα σπίτια και τα σκεπάζουν με φλοιούς δέντρων, κλαδιά, λάσπη κτλ. Οι πρόχειρες καλύβες τους (όταν μετακινούνται) έχουν σχήμα κώνου, που τις φτιάχνουν από λεπτούς πασσάλους, που ενώνονται στην κορυφή και σκεπάζονται με δέρματα ταράνδων. Ένα μέρος των Λαπώνων έχει εγκαταλείψει τη νομαδική ζωή, και απορροφάται σιγά σιγά από τον πληθυσμό του κράτους που ανήκει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου