1922: Η Μικρασιατική καταστροφή
Tα Νέα Μάλγαρα είναι προσφυγικός οικισμός και η ονομασία του προέρχεται από την πόλη Μάλγαρα της Ανατολικής Θράκης, από όπου προερχόταν οι πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν σ΄ αυτόν. Μέχρι το 1912 στη περιοχή υπήρχε ο μουσουλμανικός οικισμός «Κοκμούς» που δημιουργήθηκε το 1909 από μουσουλμάνους πρόσφυγες από την Βοσνία. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και εξ αιτίας των διωγμών των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης από τους Τούρκους, καταφεύγουν το 1913 και εγκαθίστανται στην περιοχή «Κοκμούς» Έλληνες πρόσφυγες. Τα Νέα Μάλγαρα αναγνωρίσθηκαν ως αυτόνομη κοινότητα το 1918 και κατά την απογραφή του 1920 αριθμούσε 484 κατοίκους. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή αρκετοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των Βοσνιάκων, σε σκηνές και σε εποικιστικά σπίτια, που κατασκεύασε η Επιτροπή αποκατάστασης Προσφύγων. Μέσα σε δύσκολες συνθήκες στην αρχή και αργότερα με την κατασκευή έργων υποδομής, το χωριό άρχισε να προοδεύει. Ο καημός των προσφύγων για τις χαμένες πατρίδες μετατράπηκε σε πείσμα επιβίωσης και προκοπής, στο νέο τόπο. Με μοναδικά εφόδια τα ήθη και τα έθιμά τους, τις αξίες και τις αρχές που κουβάλησαν αλώβητες στο μακρινό ταξίδι, δημιούργησαν την καινούργια τοπική τους κοινωνία, συνεχίζοντας τις παραδόσεις και τον πολιτισμό των προγόνων τους.
Μετά τη κατάρρευση του μετώπου (13/8) στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού προς τα παράλια, συντελείται μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές που έχει υποστεί ο Ελληνισμός. Τα γεγονότα είναι καταιγιστικά, ακολουθεί (27/8) η καταστροφή της Σμύρνης. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες χάνουν τη ζωή τους και πάνω από ένα εκατομμύριο, από όλη την Μικρά Ασία και τον Πόντο, διωκόμενοι προσπαθούν να σωθούν με κάθε τρόπο αναζητώντας νέα πατρίδα.
Ας δούμε τώρα πώς περιγράφει τα θλιβερά αυτά γεγονότα η Διδώ Σωτηρίου στο μυθιστόρημά της
«Οι νεκροί περιμένουν»
«Ενάμισυ εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια, το φαϊ στη
φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτραίτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου.
Έρχεται μια
Έρχεται μια
τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του, το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι
άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενητεμό. Κοιμήθηκαν από βραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι,αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, του Βόλου, της Πάτρας».
Βλέπουμε, λοιπόν, τους ξεριζωμένους, από τις πατρίδες τους, πρόσφυγες, που κατάφεραν τελικά να σωθούν, περιπλανώμενους, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, να διαβιούν σε άθλιες συνθήκες.
1923: Σύσταση επιτροπής αποκατάστασης προσφύγων
Υπογράφεται στις 24 Ιουλίου 1923 η συνθήκη της Λωζάνης μεταξύ των συμμάχων και της Τουρκίας. Η τελευταία παίρνει πίσω την περιοχή της Σμύρνης, την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο. Ακόμη
αποφασίζεται η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Έτσι, λοιπόν, ένα δεύτερο κύμα προσφύγων εγκαταλείπει τις εστίες του, αυτή τη φορά, όμως, με ανταλλαγή και τη δυνατότητα να πάρουν μαζί τους κάποια από τα υπάρχοντα τους. Μεταξύ αυτών και μερικές οικογένειες από την Καππαδοκία και τον Πόντο που αργότερα θα εγκατασταθούν σε αστικά κέντρα αλλά και στην ύπαιθρο.
Το 1923 είναι μια σημαντική χρονιά, ακόμη, διότι συστήθηκε (29/9) η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π.) με πρωτοβουλία της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) και με κύρια αποστολή να εξασφαλίσει στους πρόσφυγες παραγωγική απασχόληση και οριστική στέγαση. Από τη πρώτη στιγμή της δημιουργίας της η Ε.Α.Π. αποφάσισε την δημιουργία οικισμών στην ύπαιθρο, για να αποφευχθούν κοινωνικές αναταραχές από την υπερσυγκέντρωσή τους στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Οι περισσότεροι οικισμοί δημιουργήθηκαν στην Β. Ελλάδα και τούτο διότι εκεί υπήρχαν για αξιοποίηση μεγάλες εκτάσεις, προερχόμενες από Οθωμανούς, που εγκατέλειψαν τις εστίες τους με την ανταλλαγή.
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ Κύμινα – Μάλγαρα
ΚΥΜΙΝΑ
Η Γιοντζίδα, τα σημερινά Κύμινα, ήταν ένα από τα 37 χωριά του κάμπου της Θεσσαλονίκης που υπάγονταν στην Επιτροπή Καμπανίας με έδρα την τότε Κουλακιά (Χαλάστρα).
Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Χριστιανοί σκηνίτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα, με εντολή του σουλτάνου, για να εκτρέφουν άλογα εκλεκτής ράτσας για τις ανάγκες του ιππικού. Για το λόγο αυτό αρχικά το χωριό ονομάσθηκε Τσαντίρκιοϊ (χωριό τσαντιριών, σκηνών).
Η κυριότερη τροφή ήταν το τριφύλλι, που στα τούρκικα ονομάζεται yonca (γιόντζα). Από εδώ και το νέο χωριό ονομάστηκε Γιοντζίδα ή Γιοτζιλάρ (χωριό του τριφυλλιού).
Γύρω στα 1750 η Γιοντζίδα είχε 110 σπίτια. Το 1780 είχε 118 οικογένειες, οι οποίες το 1885 έγιναν 150. Στην απογραφή του 1905 οι κάτοικοι έφταναν τους 780.
Το 1926 έγινε η μετονομασία σε Κύμινα. Η ονομασία αυτή προσδόθηκε στον οικισμό, παρά την πρόταση πολλών κατοίκων του να δοθεί η ονομασία «Τριφύλλι». Την ονομασία «Κύμινα» εισηγήθηκε στην Επιτροπεία Τοπωνυμιών Ελλάδος, ο δάσκαλος και γραμματέας της Κοινότητας Γιουντζίδας Γεώργιος Συμβουλίδης καταγόμενος από τα ΒΔ της Μ. Ασίας, κοντά στον Εύξεινο Πόντο.
Ο Γεώργιος Συμβουλίδης προέβαλλε τον αυθαίρετο και αναπόδεικτο ισχυρισμό ότι οι πρώτοι κάτοικοι καταγόταν από την περιοχή του όρους «Κυμινάς» όπου υπήρχε ονομαστό μοναστήρι στο οποίο φοίτησε ο Νικηφόρος Φωκάς προτού ανέλθει στον αυτοκρατορικό θρόνο του Βυζαντίου.
ΜΑΛΓΑΡΑ
Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Χριστιανοί σκηνίτες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα, με εντολή του σουλτάνου, για να εκτρέφουν άλογα εκλεκτής ράτσας για τις ανάγκες του ιππικού. Για το λόγο αυτό αρχικά το χωριό ονομάσθηκε Τσαντίρκιοϊ (χωριό τσαντιριών, σκηνών).
Η κυριότερη τροφή ήταν το τριφύλλι, που στα τούρκικα ονομάζεται yonca (γιόντζα). Από εδώ και το νέο χωριό ονομάστηκε Γιοντζίδα ή Γιοτζιλάρ (χωριό του τριφυλλιού).
Γύρω στα 1750 η Γιοντζίδα είχε 110 σπίτια. Το 1780 είχε 118 οικογένειες, οι οποίες το 1885 έγιναν 150. Στην απογραφή του 1905 οι κάτοικοι έφταναν τους 780.
Το 1926 έγινε η μετονομασία σε Κύμινα. Η ονομασία αυτή προσδόθηκε στον οικισμό, παρά την πρόταση πολλών κατοίκων του να δοθεί η ονομασία «Τριφύλλι». Την ονομασία «Κύμινα» εισηγήθηκε στην Επιτροπεία Τοπωνυμιών Ελλάδος, ο δάσκαλος και γραμματέας της Κοινότητας Γιουντζίδας Γεώργιος Συμβουλίδης καταγόμενος από τα ΒΔ της Μ. Ασίας, κοντά στον Εύξεινο Πόντο.
Ο Γεώργιος Συμβουλίδης προέβαλλε τον αυθαίρετο και αναπόδεικτο ισχυρισμό ότι οι πρώτοι κάτοικοι καταγόταν από την περιοχή του όρους «Κυμινάς» όπου υπήρχε ονομαστό μοναστήρι στο οποίο φοίτησε ο Νικηφόρος Φωκάς προτού ανέλθει στον αυτοκρατορικό θρόνο του Βυζαντίου.
ΜΑΛΓΑΡΑ
Tα Νέα Μάλγαρα είναι προσφυγικός οικισμός και η ονομασία του προέρχεται από την πόλη Μάλγαρα της Ανατολικής Θράκης, από όπου προερχόταν οι πρώτες οικογένειες που εγκαταστάθηκαν σ΄ αυτόν. Μέχρι το 1912 στη περιοχή υπήρχε ο μουσουλμανικός οικισμός «Κοκμούς» που δημιουργήθηκε το 1909 από μουσουλμάνους πρόσφυγες από την Βοσνία. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και εξ αιτίας των διωγμών των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης από τους Τούρκους, καταφεύγουν το 1913 και εγκαθίστανται στην περιοχή «Κοκμούς» Έλληνες πρόσφυγες. Τα Νέα Μάλγαρα αναγνωρίσθηκαν ως αυτόνομη κοινότητα το 1918 και κατά την απογραφή του 1920 αριθμούσε 484 κατοίκους. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή αρκετοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των Βοσνιάκων, σε σκηνές και σε εποικιστικά σπίτια, που κατασκεύασε η Επιτροπή αποκατάστασης Προσφύγων. Μέσα σε δύσκολες συνθήκες στην αρχή και αργότερα με την κατασκευή έργων υποδομής, το χωριό άρχισε να προοδεύει. Ο καημός των προσφύγων για τις χαμένες πατρίδες μετατράπηκε σε πείσμα επιβίωσης και προκοπής, στο νέο τόπο. Με μοναδικά εφόδια τα ήθη και τα έθιμά τους, τις αξίες και τις αρχές που κουβάλησαν αλώβητες στο μακρινό ταξίδι, δημιούργησαν την καινούργια τοπική τους κοινωνία, συνεχίζοντας τις παραδόσεις και τον πολιτισμό των προγόνων τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου